- κατάλυμα
- το, -ατοςο τόπος όπου μπορεί κανείς να καταλύσει πρόσκαιρα, σταθμός: Δε βρήκαν κατάλυμα στο χωριό αυτό και προχώρησαν στο άλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάλυμα — lodging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάλυμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελάτειας. * * * το (AM κατάλυμα) [καταλύω] στεγασμένος χώρος στον οποίο μπορεί κάποιος να καταλύσει προσωρινά, σταθμός… … Dictionary of Greek
καταλυμάτων — κατάλυμα lodging neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύμασι — κατάλυμα lodging neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύμασιν — κατάλυμα lodging neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματα — κατάλυμα lodging neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματι — κατάλυμα lodging neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύματος — κατάλυμα lodging neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι … Dictionary of Greek